ναυπλιακός

ναυπλιακός
-ή, -ό [Ναύπλιο]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ναύπλιο ή στους κατοίκους τού Ναυπλίου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ναυπλιακά
(ιστ.) αντιδυναστική κίνηση τής φρουράς και τών κατοίκων τού Ναυπλίου η οποία εκδηλώθηκε την 1η Φεβρουαρίου 1862 και αποτέλεσε το προανάκρουσμα τής έξωσης τού Όθωνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ναυπλίσιος — ια, ο [Ναύπλιο] ο ναυπλιακός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”